κλοιοφόρος

κλοιοφόρος
-ο (Α κλοιοφόρος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κλοιοφόρα
τα μηχανήματα τών μικροβιολογικών εργαστηρίων στα οποία συγκρατούνται τα πειραματόζωα
αρχ.
αυτός που φοράει κλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλοιός + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλοιοφορώ — κλοιοφορῶ, έω (AM) [κλοιοφόρος] φορώ κλοιό στον λαιμό όπως οι κατάδικοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”