- κλοιοφόρος
- -ο (Α κλοιοφόρος, -ον)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κλοιοφόρατα μηχανήματα τών μικροβιολογικών εργαστηρίων στα οποία συγκρατούνται τα πειραματόζωααρχ.αυτός που φοράει κλοιό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλοιός + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.